εκτράχυνση

εκτράχυνση
[-ις (-εως)] η
1) огрубение; 2) ухудшение, обострение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εκτράχυνση" в других словарях:

  • εκτράχυνση — η 1. μεταβολή τής ομαλότητας σε τραχύτητα, τράχυνση, σκλήρεμα («η εκτράχυνση τών σχέσεων μεταξύ τών δύο χωρών») 2. μτφ. όξυνση, ένταση, επιδείνωση, χειροτέρευση …   Dictionary of Greek

  • εκτράχυνση — η 1. η μεταβολή της ομαλότητας σε τραχύτητα, το σκλήρεμα. 2. μτφ., όξυνση, ένταση, χειροτέρευση: Η εκτράχυνση των σχέσεων των δύο κρατών ίσως οδηγήσει σε πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ντ’ Ανούντσιο, Γκαμπριέλε — (Gabriele D’Annunzio, Πεσκάρα 1863 – Γκαρντόνε Ριβιέρα, Μπρέσια 1938). Ιταλός ποιητής και συγγραφέας. Το 1879 δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο Primo vere καρντουτσιανής μίμησης και το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»